χιλιοστομετρικός

χιλιοστομετρικός
-ή, -ό, Ν [χιλιοστόμετρο]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χιλιοστόμετρο ή ο βαθμονομημένος σε χιλιοστόμετρα («χιλιοστομετρική κλίμακα»)
2. (στις ραδιοεπικοινωνίες) χαρακτηρισμός τής περιοχής ραδιοκυμάτων τών οποίων το μήκος κύματος είναι κατώτερο τού ενός εκατοστομέτρου ή κάθε κύματος που ανήκει σε αυτήν την περιοχή («χιλιοστομετρικά ραντάρ»)
3. φρ. «χιλιοστομετρικό χαρτί» — φύλλο χαρτιού διηρημένο οριζοντίως και καθέτως με γραμμές χαραγμένες σε αποστάσεις ενός χιλιοστομέτρου, κν. γνωστό ως χαρτί μιλιμετρέ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”